παύεσκε

παύεσκε
παύω
make to end
imperf ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ένθεος — η, ο και ένθους, ουν (AM ἔνθεος, ον και ἔνθους, ουν) αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῑκας», Σοφ.) νεοελλ. (συνήθ. το συνηρ. ένθους) ενθουσιώδης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”